απού
Смотреть что такое "απού" в других словарях:
ἀποῦ — ἀφίημι send forth aor imperat mid (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄπου — ἄπου , ἄπους without foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤπου — ἄπου , ἄπους without foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
καληώρα — (Μ) νεοελλ. ευχετική επιφωνηματική έκφραση («να είναι καλή η ώρα μου, σου, του» κ.λπ.) που χρησιμοποιείται όταν μια επιτυχημένη ενέργεια ή ένα γεγονός που σχετίζεται με κάποια πρόσωπα επαναλαμβάνεται τυχαία ή κατά ευτυχή σύμπτωση («κέρδισες τη… … Dictionary of Greek
Sprachvergleich anhand des Vaterunsers — Vergleich der Vaterunser Texte in Sanskrit und Kaschmirisch, um 1850 Das „Vaterunser“ wird in der vergleichenden Sprachwissenschaft gelegentlich zu Hilfe gezogen, um verwandte Idiome miteinander zu vergleichen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… … Dictionary of Greek
κυματώνω — (AM κυματῶ, όω) [κύμα] νεοελλ. 1. προκαλώ κυματισμό σε κάτι, τό κυματίζω ή κινούμαι κυματοειδώς 2. είμαι γεμάτος από κάτι, ξεχειλίζω, χύνω («πού κείνοι απού τα χείλη τως μέλι εκυματούσα», Ερωφ.) μσν. αρχ. 1. υψώνομαι σε κύματα («ὁ ποταμὸς… … Dictionary of Greek
ξανακαινουργιώνω — και ξανακαινουριώνω και ξανακαινουργώνω (Μ ξανακαινουργιώνω και ξανακαινουργώνω) 1. κάνω κάτι εκ νέου καινούργιο, ανακαινίζω 2. επαναφέρω κάτι στην προηγούμενη κατάσταση του, αποκαθιστώ 3. (για γνώσεις, σοφία) αξιοποιώ και βελτιώνω 4.… … Dictionary of Greek
σκοτίδι — και σκοτείδι, το, Ν 1. σκότος, σκοτάδι («μαθαίνει τσι να πολεμού τη νύχτα στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.) 2. μτφ. αφάνεια, μυστικότητα («να φανερώση το κουρφό απού ναι στο σκοτείδι», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος, εος + υποκορ. κατάλ. (ε)ίδι(ον), πρβλ … Dictionary of Greek